- ιππόσυνος
- -ύνη, -ο(ν) (Α ἱππόσυνος, -ύνη, -ον) [ίππος]νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνηα) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμηβ) η κοινωνική τάξη τών ιπποτώνγ) η ιδιότητα τού ιππότηαρχ.1. ο ιππικός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπποσύνηα) η δεξιότητα στην οδήγηση τών ίππων τού άρματοςβ) η τέχνη τού να διευθύνει ή να διοικεί κάποιος ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», Ομ. Ιλ.)γ) το ιππικό.
Dictionary of Greek. 2013.